- πτερώ
- πτερῶ, -όω, (ΝΜΑ [πτερόν]νεοελλ.φρ. «πτέρωσον»ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίαςμσν.-αρχ.1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ' ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ' ὁρῶν πτερώσεις», Αριστοφβ. «οὐ γὰρ πτεροῡται πρὸ τοσούτου χρόνου», Πλάτ.)2. εξεγείρω, ξεσηκώνω (α. «λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῡνται», Αριστοφβ. «ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῡ πολέμου ἐπιθυμίαν», Λουκιαν.)αρχ.(για πλοίο) υψώνω τα κουπιά έτοιμος να τα βυθίσω στο νερό (α. «αἱ δὲ νῆες... ἐπτερωκοῑαι πρὸς τὴν ἐμβολήν», Πολ.β. «πίτυλος ἐπτερωμένος», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.